- συγκαπηλεύομαι
- συγ-καπηλεύομαι, mit verfälschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκαπηλεύομαι — Α καπηλεύομαι μαζί με κάποιον άλλο («οὐδὲν ἠνέσχετο τοῑς καιροῑς συγκαπηλεύσασθαι», Φιλοστόργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καπηλεύω «εμπορεύομαι, διαφθείρω»] … Dictionary of Greek